Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτυματοποιΐα
ἀρτυματοπώλης
ἀρτυματώδης
ἀρτύνας
ἀρτύνω
ἀρτυσία
ἀρτυσίλαος
ἄρτυσις
ἀρτυτήρ
ἀρτυτικός
ἀρτυτός
ἀρτύω
ἄρυα
ἀρύβαλλος
Ἀρύβας
ἀρύπαρος
ἀρυσαῖα
ἀρύσιμος
ἄρυσος
ἀρύσσομαι
ἀρυστήρ
View word page
ἀρτυτός
seasoned, flavoured

ShortDef

seasoned, flavoured

Debugging

Headword:
ἀρτυτός
Headword (normalized):
ἀρτυτός
Headword (normalized/stripped):
αρτυτος
IDX:
13770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13771
Key:

Data

{'content': 'seasoned, flavoured'}