Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀειγλεῦκος
ἀειδάκρυτος
ἀείδασμος
ἀείδελος
ἀειδής
ἀειδία
ἀειδίνητος
ἀείδιος
ἀειδουλεία
ἀείδω
ἀειεστώ
ἀειζωής
ἀειζωία
ἀείζωον
ἀείζωος
ἀείζωτος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀειθανής
ἀειθερής
ἀείθουρος
View word page
ἀειεστώ
eternal being
ShortDef
eternal being
Debugging
Headword:
ἀειεστώ
Headword (normalized):
ἀειεστώ
Headword (normalized/stripped):
αειεστω
IDX:
1376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1377
Key:
Data
{'content': 'eternal being'}