Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄρτυμα
ἀρτυματᾶς
ἀρτυματικός
ἀρτυματοποιΐα
ἀρτυματοπώλης
ἀρτυματώδης
ἀρτύνας
ἀρτύνω
ἀρτυσία
ἀρτυσίλαος
ἄρτυσις
ἀρτυτήρ
ἀρτυτικός
ἀρτυτός
ἀρτύω
ἄρυα
ἀρύβαλλος
Ἀρύβας
ἀρύπαρος
ἀρυσαῖα
ἀρύσιμος
View word page
ἄρτυσις
dressing, seasoning

ShortDef

dressing, seasoning

Debugging

Headword:
ἄρτυσις
Headword (normalized):
ἄρτυσις
Headword (normalized/stripped):
αρτυσις
IDX:
13767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13768
Key:

Data

{'content': 'dressing, seasoning'}