Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτόχαρις
ἄρτυμα
ἀρτυματᾶς
ἀρτυματικός
ἀρτυματοποιΐα
ἀρτυματοπώλης
ἀρτυματώδης
ἀρτύνας
ἀρτύνω
ἀρτυσία
ἀρτυσίλαος
ἄρτυσις
ἀρτυτήρ
ἀρτυτικός
ἀρτυτός
ἀρτύω
ἄρυα
ἀρύβαλλος
Ἀρύβας
ἀρύπαρος
ἀρυσαῖα
View word page
ἀρτυσίλαος
a public servant

ShortDef

a public servant

Debugging

Headword:
ἀρτυσίλαος
Headword (normalized):
ἀρτυσίλαος
Headword (normalized/stripped):
αρτυσιλαος
IDX:
13766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13767
Key:

Data

{'content': 'a public servant'}