Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτοφόριον
ἀρτοφόρος
ἀρτόχαρις
ἄρτυμα
ἀρτυματᾶς
ἀρτυματικός
ἀρτυματοποιΐα
ἀρτυματοπώλης
ἀρτυματώδης
ἀρτύνας
ἀρτύνω
ἀρτυσία
ἀρτυσίλαος
ἄρτυσις
ἀρτυτήρ
ἀρτυτικός
ἀρτυτός
ἀρτύω
ἄρυα
ἀρύβαλλος
Ἀρύβας
View word page
ἀρτύνω
to arrange, prepare, devise

ShortDef

to arrange, prepare, devise

Debugging

Headword:
ἀρτύνω
Headword (normalized):
ἀρτύνω
Headword (normalized/stripped):
αρτυνω
IDX:
13764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13765
Key:

Data

{'content': 'to arrange, prepare, devise'}