Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτοφάγος
ἀρτοφοῖνιξ
ἀρτοφόριον
ἀρτοφόρος
ἀρτόχαρις
ἄρτυμα
ἀρτυματᾶς
ἀρτυματικός
ἀρτυματοποιΐα
ἀρτυματοπώλης
ἀρτυματώδης
ἀρτύνας
ἀρτύνω
ἀρτυσία
ἀρτυσίλαος
ἄρτυσις
ἀρτυτήρ
ἀρτυτικός
ἀρτυτός
ἀρτύω
ἄρυα
View word page
ἀρτυματώδης
spicy
ShortDef
spicy
Debugging
Headword:
ἀρτυματώδης
Headword (normalized):
ἀρτυματώδης
Headword (normalized/stripped):
αρτυματωδης
IDX:
13762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13763
Key:
Data
{'content': 'spicy'}