Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτότυρος
ἀρτοφαγέω
ἀρτοφάγος
ἀρτοφοῖνιξ
ἀρτοφόριον
ἀρτοφόρος
ἀρτόχαρις
ἄρτυμα
ἀρτυματᾶς
ἀρτυματικός
ἀρτυματοποιΐα
ἀρτυματοπώλης
ἀρτυματώδης
ἀρτύνας
ἀρτύνω
ἀρτυσία
ἀρτυσίλαος
ἄρτυσις
ἀρτυτήρ
ἀρτυτικός
ἀρτυτός
View word page
ἀρτυματοποιΐα
making of condiments

ShortDef

making of condiments

Debugging

Headword:
ἀρτυματοποιΐα
Headword (normalized):
ἀρτυματοποιΐα
Headword (normalized/stripped):
αρτυματοποιια
IDX:
13760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13761
Key:

Data

{'content': 'making of condiments'}