Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτοστροφέω
ἀρτότυρος
ἀρτοφαγέω
ἀρτοφάγος
ἀρτοφοῖνιξ
ἀρτοφόριον
ἀρτοφόρος
ἀρτόχαρις
ἄρτυμα
ἀρτυματᾶς
ἀρτυματικός
ἀρτυματοποιΐα
ἀρτυματοπώλης
ἀρτυματώδης
ἀρτύνας
ἀρτύνω
ἀρτυσία
ἀρτυσίλαος
ἄρτυσις
ἀρτυτήρ
ἀρτυτικός
View word page
ἀρτυματικός
spicy, savoury

ShortDef

spicy, savoury

Debugging

Headword:
ἀρτυματικός
Headword (normalized):
ἀρτυματικός
Headword (normalized/stripped):
αρτυματικος
IDX:
13759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13760
Key:

Data

{'content': 'spicy, savoury'}