Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀειγεννητής
ἀειγλεῦκος
ἀειδάκρυτος
ἀείδασμος
ἀείδελος
ἀειδής
ἀειδία
ἀειδίνητος
ἀείδιος
ἀειδουλεία
ἀείδω
ἀειεστώ
ἀειζωής
ἀειζωία
ἀείζωον
ἀείζωος
ἀείζωτος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀειθανής
ἀειθερής
View word page
ἀείδω
to sing

ShortDef

to sing

Debugging

Headword:
ἀείδω
Headword (normalized):
ἀείδω
Headword (normalized/stripped):
αειδω
IDX:
1375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1376
Key:

Data

{'content': 'to sing'}