Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτοσιτία
ἀρτοστάσιον
ἀρτοστροφέω
ἀρτότυρος
ἀρτοφαγέω
ἀρτοφάγος
ἀρτοφοῖνιξ
ἀρτοφόριον
ἀρτοφόρος
ἀρτόχαρις
ἄρτυμα
ἀρτυματᾶς
ἀρτυματικός
ἀρτυματοποιΐα
ἀρτυματοπώλης
ἀρτυματώδης
ἀρτύνας
ἀρτύνω
ἀρτυσία
ἀρτυσίλαος
ἄρτυσις
View word page
ἄρτυμα
seasoning, sauce, spice

ShortDef

seasoning, sauce, spice

Debugging

Headword:
ἄρτυμα
Headword (normalized):
ἄρτυμα
Headword (normalized/stripped):
αρτυμα
IDX:
13757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13758
Key:

Data

{'content': 'seasoning, sauce, spice'}