Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτόπωλις
ἄρτος
ἀρτοσιτέω
ἀρτοσιτία
ἀρτοστάσιον
ἀρτοστροφέω
ἀρτότυρος
ἀρτοφαγέω
ἀρτοφάγος
ἀρτοφοῖνιξ
ἀρτοφόριον
ἀρτοφόρος
ἀρτόχαρις
ἄρτυμα
ἀρτυματᾶς
ἀρτυματικός
ἀρτυματοποιΐα
ἀρτυματοπώλης
ἀρτυματώδης
ἀρτύνας
ἀρτύνω
View word page
ἀρτοφόριον
bread-basket

ShortDef

bread-basket

Debugging

Headword:
ἀρτοφόριον
Headword (normalized):
ἀρτοφόριον
Headword (normalized/stripped):
αρτοφοριον
IDX:
13754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13755
Key:

Data

{'content': 'bread-basket'}