Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτοπωλία
ἀρτοπωλικόν
ἀρτοπώλιον
ἀρτόπωλις
ἄρτος
ἀρτοσιτέω
ἀρτοσιτία
ἀρτοστάσιον
ἀρτοστροφέω
ἀρτότυρος
ἀρτοφαγέω
ἀρτοφάγος
ἀρτοφοῖνιξ
ἀρτοφόριον
ἀρτοφόρος
ἀρτόχαρις
ἄρτυμα
ἀρτυματᾶς
ἀρτυματικός
ἀρτυματοποιΐα
ἀρτυματοπώλης
View word page
ἀρτοφαγέω
to eat bread
ShortDef
to eat bread
Debugging
Headword:
ἀρτοφαγέω
Headword (normalized):
ἀρτοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
αρτοφαγεω
IDX:
13751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13752
Key:
Data
{'content': 'to eat bread'}