Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀειγένητος
ἀειγεννητής
ἀειγλεῦκος
ἀειδάκρυτος
ἀείδασμος
ἀείδελος
ἀειδής
ἀειδία
ἀειδίνητος
ἀείδιος
ἀειδουλεία
ἀείδω
ἀειεστώ
ἀειζωής
ἀειζωία
ἀείζωον
ἀείζωος
ἀείζωτος
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀειθανής
View word page
ἀειδουλεία
perpetual slavery

ShortDef

perpetual slavery

Debugging

Headword:
ἀειδουλεία
Headword (normalized):
ἀειδουλεία
Headword (normalized/stripped):
αειδουλεια
IDX:
1374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1375
Key:

Data

{'content': 'perpetual slavery'}