Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτοπτεῖον
ἀρτόπτης
ἀρτοπτίκιος
ἀρτοπωλέω
ἀρτοπώλης
ἀρτοπωλία
ἀρτοπωλικόν
ἀρτοπώλιον
ἀρτόπωλις
ἄρτος
ἀρτοσιτέω
ἀρτοσιτία
ἀρτοστάσιον
ἀρτοστροφέω
ἀρτότυρος
ἀρτοφαγέω
ἀρτοφάγος
ἀρτοφοῖνιξ
ἀρτοφόριον
ἀρτοφόρος
ἀρτόχαρις
View word page
ἀρτοσιτέω
to eat wheaten bread

ShortDef

to eat wheaten bread

Debugging

Headword:
ἀρτοσιτέω
Headword (normalized):
ἀρτοσιτέω
Headword (normalized/stripped):
αρτοσιτεω
IDX:
13746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13747
Key:

Data

{'content': 'to eat wheaten bread'}