Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτοποπέω
ἀρτοπράτης
ἀρτοπτεῖον
ἀρτόπτης
ἀρτοπτίκιος
ἀρτοπωλέω
ἀρτοπώλης
ἀρτοπωλία
ἀρτοπωλικόν
ἀρτοπώλιον
ἀρτόπωλις
ἄρτος
ἀρτοσιτέω
ἀρτοσιτία
ἀρτοστάσιον
ἀρτοστροφέω
ἀρτότυρος
ἀρτοφαγέω
ἀρτοφάγος
ἀρτοφοῖνιξ
ἀρτοφόριον
View word page
ἀρτόπωλις
a bread-woman

ShortDef

a bread-woman

Debugging

Headword:
ἀρτόπωλις
Headword (normalized):
ἀρτόπωλις
Headword (normalized/stripped):
αρτοπωλις
IDX:
13744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13745
Key:

Data

{'content': 'a bread-woman'}