Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτοποιΐα
ἀρτοποιϊκός
ἀρτοποιός
ἀρτόπονος
ἀρτοποπέω
ἀρτοπράτης
ἀρτοπτεῖον
ἀρτόπτης
ἀρτοπτίκιος
ἀρτοπωλέω
ἀρτοπώλης
ἀρτοπωλία
ἀρτοπωλικόν
ἀρτοπώλιον
ἀρτόπωλις
ἄρτος
ἀρτοσιτέω
ἀρτοσιτία
ἀρτοστάσιον
ἀρτοστροφέω
ἀρτότυρος
View word page
ἀρτοπώλης
baker

ShortDef

baker

Debugging

Headword:
ἀρτοπώλης
Headword (normalized):
ἀρτοπώλης
Headword (normalized/stripped):
αρτοπωλης
IDX:
13740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13741
Key:

Data

{'content': 'baker'}