Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀειγενής
ἀειγένητος
ἀειγεννητής
ἀειγλεῦκος
ἀειδάκρυτος
ἀείδασμος
ἀείδελος
ἀειδής
ἀειδία
ἀειδίνητος
ἀείδιος
ἀειδουλεία
ἀείδω
ἀειεστώ
ἀειζωής
ἀειζωία
ἀείζωον
ἀείζωος
ἀείζωτος
ἀειζώων
ἀειθαλής
View word page
ἀείδιος
everlasting
ShortDef
everlasting
Debugging
Headword:
ἀείδιος
Headword (normalized):
ἀείδιος
Headword (normalized/stripped):
αειδιος
IDX:
1373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1374
Key:
Data
{'content': 'everlasting'}