Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτολάγυνος
ἀρτόμελι
ἀρτοπίναξ
ἀρτοποιέω
ἀρτοποιΐα
ἀρτοποιϊκός
ἀρτοποιός
ἀρτόπονος
ἀρτοποπέω
ἀρτοπράτης
ἀρτοπτεῖον
ἀρτόπτης
ἀρτοπτίκιος
ἀρτοπωλέω
ἀρτοπώλης
ἀρτοπωλία
ἀρτοπωλικόν
ἀρτοπώλιον
ἀρτόπωλις
ἄρτος
ἀρτοσιτέω
View word page
ἀρτοπτεῖον
place

ShortDef

place

Debugging

Headword:
ἀρτοπτεῖον
Headword (normalized):
ἀρτοπτεῖον
Headword (normalized/stripped):
αρτοπτειον
IDX:
13736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13737
Key:

Data

{'content': 'place'}