Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτόκρεας
ἀρτολάγανον
ἀρτολάγυνος
ἀρτόμελι
ἀρτοπίναξ
ἀρτοποιέω
ἀρτοποιΐα
ἀρτοποιϊκός
ἀρτοποιός
ἀρτόπονος
ἀρτοποπέω
ἀρτοπράτης
ἀρτοπτεῖον
ἀρτόπτης
ἀρτοπτίκιος
ἀρτοπωλέω
ἀρτοπώλης
ἀρτοπωλία
ἀρτοπωλικόν
ἀρτοπώλιον
ἀρτόπωλις
View word page
ἀρτοποπέω
to be a baker
ShortDef
to be a baker
Debugging
Headword:
ἀρτοποπέω
Headword (normalized):
ἀρτοποπέω
Headword (normalized/stripped):
αρτοποπεω
IDX:
13734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13735
Key:
Data
{'content': 'to be a baker'}