Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτοκοπικός
ἀρτοκόπος
ἀρτόκρεας
ἀρτολάγανον
ἀρτολάγυνος
ἀρτόμελι
ἀρτοπίναξ
ἀρτοποιέω
ἀρτοποιΐα
ἀρτοποιϊκός
ἀρτοποιός
ἀρτόπονος
ἀρτοποπέω
ἀρτοπράτης
ἀρτοπτεῖον
ἀρτόπτης
ἀρτοπτίκιος
ἀρτοπωλέω
ἀρτοπώλης
ἀρτοπωλία
ἀρτοπωλικόν
View word page
ἀρτοποιός
a bread-maker, baker

ShortDef

a bread-maker, baker

Debugging

Headword:
ἀρτοποιός
Headword (normalized):
ἀρτοποιός
Headword (normalized/stripped):
αρτοποιος
IDX:
13732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13733
Key:

Data

{'content': 'a bread-maker, baker'}