Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτόκλασμα
ἀρτοκοπεῖον
ἀρτοκοπία
ἀρτοκοπικός
ἀρτοκόπος
ἀρτόκρεας
ἀρτολάγανον
ἀρτολάγυνος
ἀρτόμελι
ἀρτοπίναξ
ἀρτοποιέω
ἀρτοποιΐα
ἀρτοποιϊκός
ἀρτοποιός
ἀρτόπονος
ἀρτοποπέω
ἀρτοπράτης
ἀρτοπτεῖον
ἀρτόπτης
ἀρτοπτίκιος
ἀρτοπωλέω
View word page
ἀρτοποιέω
make into bread, bake

ShortDef

make into bread, bake

Debugging

Headword:
ἀρτοποιέω
Headword (normalized):
ἀρτοποιέω
Headword (normalized/stripped):
αρτοποιεω
IDX:
13729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13730
Key:

Data

{'content': 'make into bread, bake'}