Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτοθήκη
ἀρτοκάπηλος
ἀρτόκλασμα
ἀρτοκοπεῖον
ἀρτοκοπία
ἀρτοκοπικός
ἀρτοκόπος
ἀρτόκρεας
ἀρτολάγανον
ἀρτολάγυνος
ἀρτόμελι
ἀρτοπίναξ
ἀρτοποιέω
ἀρτοποιΐα
ἀρτοποιϊκός
ἀρτοποιός
ἀρτόπονος
ἀρτοποπέω
ἀρτοπράτης
ἀρτοπτεῖον
ἀρτόπτης
View word page
ἀρτόμελι
plaster

ShortDef

plaster

Debugging

Headword:
ἀρτόμελι
Headword (normalized):
ἀρτόμελι
Headword (normalized/stripped):
αρτομελι
IDX:
13727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13728
Key:

Data

{'content': 'plaster'}