Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτιώνυμος
Ἀρτοβαζάνης
ἀρτοδότης
ἀρτοζήτης
ἀρτοθήκη
ἀρτοκάπηλος
ἀρτόκλασμα
ἀρτοκοπεῖον
ἀρτοκοπία
ἀρτοκοπικός
ἀρτοκόπος
ἀρτόκρεας
ἀρτολάγανον
ἀρτολάγυνος
ἀρτόμελι
ἀρτοπίναξ
ἀρτοποιέω
ἀρτοποιΐα
ἀρτοποιϊκός
ἀρτοποιός
ἀρτόπονος
View word page
ἀρτοκόπος
a baker
ShortDef
a baker
Debugging
Headword:
ἀρτοκόπος
Headword (normalized):
ἀρτοκόπος
Headword (normalized/stripped):
αρτοκοπος
IDX:
13723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13724
Key:
Data
{'content': 'a baker'}