Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτίχριστος
ἀρτίχυτος
ἀρτιώνυμος
Ἀρτοβαζάνης
ἀρτοδότης
ἀρτοζήτης
ἀρτοθήκη
ἀρτοκάπηλος
ἀρτόκλασμα
ἀρτοκοπεῖον
ἀρτοκοπία
ἀρτοκοπικός
ἀρτοκόπος
ἀρτόκρεας
ἀρτολάγανον
ἀρτολάγυνος
ἀρτόμελι
ἀρτοπίναξ
ἀρτοποιέω
ἀρτοποιΐα
ἀρτοποιϊκός
View word page
ἀρτοκοπία
baking

ShortDef

baking

Debugging

Headword:
ἀρτοκοπία
Headword (normalized):
ἀρτοκοπία
Headword (normalized/stripped):
αρτοκοπια
IDX:
13721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13722
Key:

Data

{'content': 'baking'}