Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτίφονος
ἀρτίφρων
ἀρτιφυής
ἀρτίφυτος
ἀρτιχανής
ἀρτιχάρακτος
ἀρτίχειρ
ἀρτίχνους
ἀρτιχόρευτος
ἀρτίχριστος
ἀρτίχυτος
ἀρτιώνυμος
Ἀρτοβαζάνης
ἀρτοδότης
ἀρτοζήτης
ἀρτοθήκη
ἀρτοκάπηλος
ἀρτόκλασμα
ἀρτοκοπεῖον
ἀρτοκοπία
ἀρτοκοπικός
View word page
ἀρτίχυτος
just poured
ShortDef
just poured
Debugging
Headword:
ἀρτίχυτος
Headword (normalized):
ἀρτίχυτος
Headword (normalized/stripped):
αρτιχυτος
IDX:
13712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13713
Key:
Data
{'content': 'just poured'}