Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτίτοκος
ἀρτίτομος
ἀρτιτρεφής
ἀρτίτροπος
ἀρτιφαής
ἀρτιφανής
ἀρτίφατος
ἀρτίφονος
ἀρτίφρων
ἀρτιφυής
ἀρτίφυτος
ἀρτιχανής
ἀρτιχάρακτος
ἀρτίχειρ
ἀρτίχνους
ἀρτιχόρευτος
ἀρτίχριστος
ἀρτίχυτος
ἀρτιώνυμος
Ἀρτοβαζάνης
ἀρτοδότης
View word page
ἀρτίφυτος
just born, fresh

ShortDef

just born, fresh

Debugging

Headword:
ἀρτίφυτος
Headword (normalized):
ἀρτίφυτος
Headword (normalized/stripped):
αρτιφυτος
IDX:
13705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13706
Key:

Data

{'content': 'just born, fresh'}