Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀείβολος
ἀειβρυής
ἀειγενεσία
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειγένητος
ἀειγεννητής
ἀειγλεῦκος
ἀειδάκρυτος
ἀείδασμος
ἀείδελος
ἀειδής
ἀειδία
ἀειδίνητος
ἀείδιος
ἀειδουλεία
ἀείδω
ἀειεστώ
ἀειζωής
ἀειζωία
ἀείζωον
View word page
ἀείδελος
unseen, dark
ShortDef
unseen, dark
Debugging
Headword:
ἀείδελος
Headword (normalized):
ἀείδελος
Headword (normalized/stripped):
αειδελος
IDX:
1369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1370
Key:
Data
{'content': 'unseen, dark'}