Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτιστομέω
ἀρτιστομία
ἀρτίστομος
ἀρτιστράτευτος
ἀρτισύλληπτος
ἀρτιτέλεστος
ἀρτιτελής
ἀρτιτοκέω
ἀρτίτοκος
ἀρτίτομος
ἀρτιτρεφής
ἀρτίτροπος
ἀρτιφαής
ἀρτιφανής
ἀρτίφατος
ἀρτίφονος
ἀρτίφρων
ἀρτιφυής
ἀρτίφυτος
ἀρτιχανής
ἀρτιχάρακτος
View word page
ἀρτιτρεφής
just nursed
ShortDef
just nursed
Debugging
Headword:
ἀρτιτρεφής
Headword (normalized):
ἀρτιτρεφής
Headword (normalized/stripped):
αρτιτρεφης
IDX:
13697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13698
Key:
Data
{'content': 'just nursed'}