Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτίσκος
ἀρτιστομέω
ἀρτιστομία
ἀρτίστομος
ἀρτιστράτευτος
ἀρτισύλληπτος
ἀρτιτέλεστος
ἀρτιτελής
ἀρτιτοκέω
ἀρτίτοκος
ἀρτίτομος
ἀρτιτρεφής
ἀρτίτροπος
ἀρτιφαής
ἀρτιφανής
ἀρτίφατος
ἀρτίφονος
ἀρτίφρων
ἀρτιφυής
ἀρτίφυτος
ἀρτιχανής
View word page
ἀρτίτομος
just cut
ShortDef
just cut
Debugging
Headword:
ἀρτίτομος
Headword (normalized):
ἀρτίτομος
Headword (normalized/stripped):
αρτιτομος
IDX:
13696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13697
Key:
Data
{'content': 'just cut'}