Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτίσκαπτος
ἀρτίσκος
ἀρτιστομέω
ἀρτιστομία
ἀρτίστομος
ἀρτιστράτευτος
ἀρτισύλληπτος
ἀρτιτέλεστος
ἀρτιτελής
ἀρτιτοκέω
ἀρτίτοκος
ἀρτίτομος
ἀρτιτρεφής
ἀρτίτροπος
ἀρτιφαής
ἀρτιφανής
ἀρτίφατος
ἀρτίφονος
ἀρτίφρων
ἀρτιφυής
ἀρτίφυτος
View word page
ἀρτίτοκος
new-born

ShortDef

new-born

Debugging

Headword:
ἀρτίτοκος
Headword (normalized):
ἀρτίτοκος
Headword (normalized/stripped):
αρτιτοκος
IDX:
13695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13696
Key:

Data

{'content': 'new-born'}