Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτίπους
ἄρτισις
ἀρτίσκαπτος
ἀρτίσκος
ἀρτιστομέω
ἀρτιστομία
ἀρτίστομος
ἀρτιστράτευτος
ἀρτισύλληπτος
ἀρτιτέλεστος
ἀρτιτελής
ἀρτιτοκέω
ἀρτίτοκος
ἀρτίτομος
ἀρτιτρεφής
ἀρτίτροπος
ἀρτιφαής
ἀρτιφανής
ἀρτίφατος
ἀρτίφονος
ἀρτίφρων
View word page
ἀρτιτελής
newly initiated
ShortDef
newly initiated
Debugging
Headword:
ἀρτιτελής
Headword (normalized):
ἀρτιτελής
Headword (normalized/stripped):
αρτιτελης
IDX:
13693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13694
Key:
Data
{'content': 'newly initiated'}