Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτίπλουτος
ἀρτιπόλεμος
ἀρτίπους
ἄρτισις
ἀρτίσκαπτος
ἀρτίσκος
ἀρτιστομέω
ἀρτιστομία
ἀρτίστομος
ἀρτιστράτευτος
ἀρτισύλληπτος
ἀρτιτέλεστος
ἀρτιτελής
ἀρτιτοκέω
ἀρτίτοκος
ἀρτίτομος
ἀρτιτρεφής
ἀρτίτροπος
ἀρτιφαής
ἀρτιφανής
ἀρτίφατος
View word page
ἀρτισύλληπτος
newly conceived

ShortDef

newly conceived

Debugging

Headword:
ἀρτισύλληπτος
Headword (normalized):
ἀρτισύλληπτος
Headword (normalized/stripped):
αρτισυλληπτος
IDX:
13691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13692
Key:

Data

{'content': 'newly conceived'}