Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτιοταγής
ἀρτιότης
ἀρτιπαγής
ἀρτίπαις
ἀρτίπλουτος
ἀρτιπόλεμος
ἀρτίπους
ἄρτισις
ἀρτίσκαπτος
ἀρτίσκος
ἀρτιστομέω
ἀρτιστομία
ἀρτίστομος
ἀρτιστράτευτος
ἀρτισύλληπτος
ἀρτιτέλεστος
ἀρτιτελής
ἀρτιτοκέω
ἀρτίτοκος
ἀρτίτομος
ἀρτιτρεφής
View word page
ἀρτιστομέω
to speak in good idiom, accurately

ShortDef

to speak in good idiom, accurately

Debugging

Headword:
ἀρτιστομέω
Headword (normalized):
ἀρτιστομέω
Headword (normalized/stripped):
αρτιστομεω
IDX:
13687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13688
Key:

Data

{'content': 'to speak in good idiom, accurately'}