Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτιόπλευρος
ἄρτιος
ἀρτιοταγής
ἀρτιότης
ἀρτιπαγής
ἀρτίπαις
ἀρτίπλουτος
ἀρτιπόλεμος
ἀρτίπους
ἄρτισις
ἀρτίσκαπτος
ἀρτίσκος
ἀρτιστομέω
ἀρτιστομία
ἀρτίστομος
ἀρτιστράτευτος
ἀρτισύλληπτος
ἀρτιτέλεστος
ἀρτιτελής
ἀρτιτοκέω
ἀρτίτοκος
View word page
ἀρτίσκαπτος
just dug

ShortDef

just dug

Debugging

Headword:
ἀρτίσκαπτος
Headword (normalized):
ἀρτίσκαπτος
Headword (normalized/stripped):
αρτισκαπτος
IDX:
13685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13686
Key:

Data

{'content': 'just dug'}