Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτιοδύναμος
ἀρτιολογέω
ἀρτιοπέρισσος
ἀρτιόπλευρος
ἄρτιος
ἀρτιοταγής
ἀρτιότης
ἀρτιπαγής
ἀρτίπαις
ἀρτίπλουτος
ἀρτιπόλεμος
ἀρτίπους
ἄρτισις
ἀρτίσκαπτος
ἀρτίσκος
ἀρτιστομέω
ἀρτιστομία
ἀρτίστομος
ἀρτιστράτευτος
ἀρτισύλληπτος
ἀρτιτέλεστος
View word page
ἀρτιπόλεμος
new to war

ShortDef

new to war

Debugging

Headword:
ἀρτιπόλεμος
Headword (normalized):
ἀρτιπόλεμος
Headword (normalized/stripped):
αρτιπολεμος
IDX:
13682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13683
Key:

Data

{'content': 'new to war'}