Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτιογενής
ἀρτιογώνιος
ἀρτιοδύναμος
ἀρτιολογέω
ἀρτιοπέρισσος
ἀρτιόπλευρος
ἄρτιος
ἀρτιοταγής
ἀρτιότης
ἀρτιπαγής
ἀρτίπαις
ἀρτίπλουτος
ἀρτιπόλεμος
ἀρτίπους
ἄρτισις
ἀρτίσκαπτος
ἀρτίσκος
ἀρτιστομέω
ἀρτιστομία
ἀρτίστομος
ἀρτιστράτευτος
View word page
ἀρτίπαις
lately a boy

ShortDef

lately a boy

Debugging

Headword:
ἀρτίπαις
Headword (normalized):
ἀρτίπαις
Headword (normalized/stripped):
αρτιπαις
IDX:
13680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13681
Key:

Data

{'content': 'lately a boy'}