Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀειβλαστής
ἀειβλάστησις
ἀείβολος
ἀειβρυής
ἀειγενεσία
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειγένητος
ἀειγεννητής
ἀειγλεῦκος
ἀειδάκρυτος
ἀείδασμος
ἀείδελος
ἀειδής
ἀειδία
ἀειδίνητος
ἀείδιος
ἀειδουλεία
ἀείδω
ἀειεστώ
ἀειζωής
View word page
ἀειδάκρυτος
ever-lamented

ShortDef

ever-lamented

Debugging

Headword:
ἀειδάκρυτος
Headword (normalized):
ἀειδάκρυτος
Headword (normalized/stripped):
αειδακρυτος
IDX:
1367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1368
Key:

Data

{'content': 'ever-lamented'}