Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτιλιθία
ἀρτιλογία
ἀρτιλόγως
ἀρτιλόχευτος
ἀρτιμαθής
ἀρτιμελής
ἀρτίνοος
ἀρτιογενής
ἀρτιογώνιος
ἀρτιοδύναμος
ἀρτιολογέω
ἀρτιοπέρισσος
ἀρτιόπλευρος
ἄρτιος
ἀρτιοταγής
ἀρτιότης
ἀρτιπαγής
ἀρτίπαις
ἀρτίπλουτος
ἀρτιπόλεμος
ἀρτίπους
View word page
ἀρτιολογέω
speak distinctly

ShortDef

speak distinctly

Debugging

Headword:
ἀρτιολογέω
Headword (normalized):
ἀρτιολογέω
Headword (normalized/stripped):
αρτιολογεω
IDX:
13673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13674
Key:

Data

{'content': 'speak distinctly'}