Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀεί
ἀειβλαστής
ἀειβλάστησις
ἀείβολος
ἀειβρυής
ἀειγενεσία
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειγένητος
ἀειγεννητής
ἀειγλεῦκος
ἀειδάκρυτος
ἀείδασμος
ἀείδελος
ἀειδής
ἀειδία
ἀειδίνητος
ἀείδιος
ἀειδουλεία
ἀείδω
ἀειεστώ
View word page
ἀειγλεῦκος
unfermented wine
ShortDef
unfermented wine
Debugging
Headword:
ἀειγλεῦκος
Headword (normalized):
ἀειγλεῦκος
Headword (normalized/stripped):
αειγλευκος
IDX:
1366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1367
Key:
Data
{'content': 'unfermented wine'}