Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτίθηρος
ἀρτίκαυστος
ἀρτίκολλος
ἀρτικόμιστος
ἀρτικροτέω
ἀρτίληπτος
ἀρτιλιθία
ἀρτιλογία
ἀρτιλόγως
ἀρτιλόχευτος
ἀρτιμαθής
ἀρτιμελής
ἀρτίνοος
ἀρτιογενής
ἀρτιογώνιος
ἀρτιοδύναμος
ἀρτιολογέω
ἀρτιοπέρισσος
ἀρτιόπλευρος
ἄρτιος
ἀρτιοταγής
View word page
ἀρτιμαθής
having just learnt

ShortDef

having just learnt

Debugging

Headword:
ἀρτιμαθής
Headword (normalized):
ἀρτιμαθής
Headword (normalized/stripped):
αρτιμαθης
IDX:
13667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13668
Key:

Data

{'content': 'having just learnt'}