Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτίζω
ἀρτίζωος
ἀρτιθαλής
ἀρτιθανής
ἀρτιθέριστος
ἀρτίθηρος
ἀρτίκαυστος
ἀρτίκολλος
ἀρτικόμιστος
ἀρτικροτέω
ἀρτίληπτος
ἀρτιλιθία
ἀρτιλογία
ἀρτιλόγως
ἀρτιλόχευτος
ἀρτιμαθής
ἀρτιμελής
ἀρτίνοος
ἀρτιογενής
ἀρτιογώνιος
ἀρτιοδύναμος
View word page
ἀρτίληπτος
just taken

ShortDef

just taken

Debugging

Headword:
ἀρτίληπτος
Headword (normalized):
ἀρτίληπτος
Headword (normalized/stripped):
αρτιληπτος
IDX:
13662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13663
Key:

Data

{'content': 'just taken'}