Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτιζυγία
ἀρτίζω
ἀρτίζωος
ἀρτιθαλής
ἀρτιθανής
ἀρτιθέριστος
ἀρτίθηρος
ἀρτίκαυστος
ἀρτίκολλος
ἀρτικόμιστος
ἀρτικροτέω
ἀρτίληπτος
ἀρτιλιθία
ἀρτιλογία
ἀρτιλόγως
ἀρτιλόχευτος
ἀρτιμαθής
ἀρτιμελής
ἀρτίνοος
ἀρτιογενής
ἀρτιογώνιος
View word page
ἀρτικροτέω
equip
ShortDef
equip
Debugging
Headword:
ἀρτικροτέω
Headword (normalized):
ἀρτικροτέω
Headword (normalized/stripped):
αρτικροτεω
IDX:
13661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13662
Key:
Data
{'content': 'equip'}