Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτιεπής
ἀρτιζυγία
ἀρτίζω
ἀρτίζωος
ἀρτιθαλής
ἀρτιθανής
ἀρτιθέριστος
ἀρτίθηρος
ἀρτίκαυστος
ἀρτίκολλος
ἀρτικόμιστος
ἀρτικροτέω
ἀρτίληπτος
ἀρτιλιθία
ἀρτιλογία
ἀρτιλόγως
ἀρτιλόχευτος
ἀρτιμαθής
ἀρτιμελής
ἀρτίνοος
ἀρτιογενής
View word page
ἀρτικόμιστος
newly nursed
ShortDef
newly nursed
Debugging
Headword:
ἀρτικόμιστος
Headword (normalized):
ἀρτικόμιστος
Headword (normalized/stripped):
αρτικομιστος
IDX:
13660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13661
Key:
Data
{'content': 'newly nursed'}