Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀεθλοφορέω
ἀεί
ἀειβλαστής
ἀειβλάστησις
ἀείβολος
ἀειβρυής
ἀειγενεσία
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειγένητος
ἀειγεννητής
ἀειγλεῦκος
ἀειδάκρυτος
ἀείδασμος
ἀείδελος
ἀειδής
ἀειδία
ἀειδίνητος
ἀείδιος
ἀειδουλεία
ἀείδω
View word page
ἀειγεννητής
perpetual producer

ShortDef

perpetual producer

Debugging

Headword:
ἀειγεννητής
Headword (normalized):
ἀειγεννητής
Headword (normalized/stripped):
αειγεννητης
IDX:
1365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1366
Key:

Data

{'content': 'perpetual producer'}