Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτιδρεπής
ἀρτίδροπος
ἀρτιεπής
ἀρτιζυγία
ἀρτίζω
ἀρτίζωος
ἀρτιθαλής
ἀρτιθανής
ἀρτιθέριστος
ἀρτίθηρος
ἀρτίκαυστος
ἀρτίκολλος
ἀρτικόμιστος
ἀρτικροτέω
ἀρτίληπτος
ἀρτιλιθία
ἀρτιλογία
ἀρτιλόγως
ἀρτιλόχευτος
ἀρτιμαθής
ἀρτιμελής
View word page
ἀρτίκαυστος
freshly roasted

ShortDef

freshly roasted

Debugging

Headword:
ἀρτίκαυστος
Headword (normalized):
ἀρτίκαυστος
Headword (normalized/stripped):
αρτικαυστος
IDX:
13658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13659
Key:

Data

{'content': 'freshly roasted'}