Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτίδορος
ἀρτιδρεπής
ἀρτίδροπος
ἀρτιεπής
ἀρτιζυγία
ἀρτίζω
ἀρτίζωος
ἀρτιθαλής
ἀρτιθανής
ἀρτιθέριστος
ἀρτίθηρος
ἀρτίκαυστος
ἀρτίκολλος
ἀρτικόμιστος
ἀρτικροτέω
ἀρτίληπτος
ἀρτιλιθία
ἀρτιλογία
ἀρτιλόγως
ἀρτιλόχευτος
ἀρτιμαθής
View word page
ἀρτίθηρος
newly caught
ShortDef
newly caught
Debugging
Headword:
ἀρτίθηρος
Headword (normalized):
ἀρτίθηρος
Headword (normalized/stripped):
αρτιθηρος
IDX:
13657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13658
Key:
Data
{'content': 'newly caught'}