Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτίδιον
ἀρτίδορος
ἀρτιδρεπής
ἀρτίδροπος
ἀρτιεπής
ἀρτιζυγία
ἀρτίζω
ἀρτίζωος
ἀρτιθαλής
ἀρτιθανής
ἀρτιθέριστος
ἀρτίθηρος
ἀρτίκαυστος
ἀρτίκολλος
ἀρτικόμιστος
ἀρτικροτέω
ἀρτίληπτος
ἀρτιλιθία
ἀρτιλογία
ἀρτιλόγως
ἀρτιλόχευτος
View word page
ἀρτιθέριστος
newly reaped
ShortDef
newly reaped
Debugging
Headword:
ἀρτιθέριστος
Headword (normalized):
ἀρτιθέριστος
Headword (normalized/stripped):
αρτιθεριστος
IDX:
13656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13657
Key:
Data
{'content': 'newly reaped'}