Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀεθλοσύνη
ἀεθλοφορέω
ἀεί
ἀειβλαστής
ἀειβλάστησις
ἀείβολος
ἀειβρυής
ἀειγενεσία
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειγένητος
ἀειγεννητής
ἀειγλεῦκος
ἀειδάκρυτος
ἀείδασμος
ἀείδελος
ἀειδής
ἀειδία
ἀειδίνητος
ἀείδιος
ἀειδουλεία
View word page
ἀειγένητος
eternally generated

ShortDef

eternally generated

Debugging

Headword:
ἀειγένητος
Headword (normalized):
ἀειγένητος
Headword (normalized/stripped):
αειγενητος
IDX:
1364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1365
Key:

Data

{'content': 'eternally generated'}