Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρτιγένειος
ἀρτιγενής
ἀρτιγέννητος
ἀρτιγλυφής
ἀρτίγνωστος
ἀρτίγονος
ἀρτιγραφής
ἀρτιδαής
ἀρτιδάϊκτος
ἀρτίδακρυς
ἀρτιδίδακτος
ἀρτίδιον
ἀρτίδορος
ἀρτιδρεπής
ἀρτίδροπος
ἀρτιεπής
ἀρτιζυγία
ἀρτίζω
ἀρτίζωος
ἀρτιθαλής
ἀρτιθανής
View word page
ἀρτιδίδακτος
just taught

ShortDef

just taught

Debugging

Headword:
ἀρτιδίδακτος
Headword (normalized):
ἀρτιδίδακτος
Headword (normalized/stripped):
αρτιδιδακτος
IDX:
13645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13646
Key:

Data

{'content': 'just taught'}