Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρτιγένεθλος
ἀρτιγένειος
ἀρτιγενής
ἀρτιγέννητος
ἀρτιγλυφής
ἀρτίγνωστος
ἀρτίγονος
ἀρτιγραφής
ἀρτιδαής
ἀρτιδάϊκτος
ἀρτίδακρυς
ἀρτιδίδακτος
ἀρτίδιον
ἀρτίδορος
ἀρτιδρεπής
ἀρτίδροπος
ἀρτιεπής
ἀρτιζυγία
ἀρτίζω
ἀρτίζωος
ἀρτιθαλής
View word page
ἀρτίδακρυς
just weeping, ready to weep
ShortDef
just weeping, ready to weep
Debugging
Headword:
ἀρτίδακρυς
Headword (normalized):
ἀρτίδακρυς
Headword (normalized/stripped):
αρτιδακρυς
IDX:
13644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13645
Key:
Data
{'content': 'just weeping, ready to weep'}